αγκάλιστρος

αγκάλιστρος
ο [αγκαλίζω]
μακριά ράβδος, διχαλωτή στο ένα άκρο της, ενώ στο άλλο φέρει μία ή περισσότερες κεραίες, πάνω στις οποίες τυλίγουν το νήμα από το αδράχτι (κν. τυλιγάδι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγκαλίζω — (Α ἀγκαλίζομαι) αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι 1| νεοελλ. παλεύω με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκάλη. ΠΑΡ. νεοελλ. αγκάλιστρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”